αναρμάτωτος

αναρμάτωτος
-η, -ο (Μ ἀναρμάτωτος, -ον)
ο μη οπλισμένος, άοπλος
νεοελλ.
(για πλοία) ο μη εφοδιασμένος με τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, παροπλισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”